- ἐπεξεργαζόμενος
- ἐπεξεργάζομαιeffect besidespres part mp masc nom sgἐπεξεργάζομαιeffect besidespres part mp masc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καβιδάριος — καβιδάριος, ό (AM) 1. λιθοξόος, λιθουργός, ο επεξεργαζόμενος τον λίθο 2. χαράκτης πολύτιμων λίθων ή σφραγιδολίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavidarius] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek